- κωθωνοπλύτης
- κωθωνοπλύτης, ὁ (Α)αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + -πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο-πλύτης, ποτηρο-πλύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωθωνοπλύται — κωθωνοπλύτης one who cleans the fish masc nom/voc pl κωθωνοπλύτᾱͅ , κωθωνοπλύτης one who cleans the fish masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)